- ξεσκλάβωμα
- kölelikten kurtulma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεσκλάβωμα — το [ξεσκλαβώνω] απελευθέρωση … Dictionary of Greek
απελευθέρωση — η (AM ἀπελευθέρωσις, εως) η απόδοση της ελευθερίας σε δούλο νεοελλ. 1. η ανάκτηση της ελευθερίας, ξεσκλάβωμα 2. απαλλαγή από τα δεσμά, αποφυλάκιση 3. μτφ. απαλλαγή από κάποιο βάρος, λύτρωση … Dictionary of Greek
απελευθέρωση — η ξεσκλάβωμα: Η απελευθέρωσητης Ελλάδας από τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους έγινε τον Οκτώβριο του 1944 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)